-
1 σύμβαμα
A ) chance, casualty, Luc.Vit.Auct. 21 (but as a parody on signf. 11), M.Ant.7.58, Palaeph.2(5).II in Stoic Philos., = κατηγόρημα, complete predicate, such as an intrans. Verb, e.g. Σωκράτης περιπατεῖ, opp. παρασύμβαμα, παρακατηγόρημα, e.g. Σωκράτει μεταμέλει, Stoic.2.59.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύμβαμα
См. также в других словарях:
σύμβαμα — το, ΝΜΑ [συμβαίνω] ό,τι συμβαίνει τυχαία, τυχαίο γεγονός μσν. αρχ. δυστύχημα, ατυχία αρχ. (φιλοσ.) (ως όρος τών στωικών) κατηγόρημα, πλήρες ρηματικό κατηγορούμενο, όπως λ.χ. Σωκράτης περιπατεί … Dictionary of Greek